- σταφυλοφόρος
- στᾰφῠλο-φόρος, ον,A carrying grapes,
κόφινοι Eust.1625.14
.II τὸ σ. μόριον,=σταφυλή 11
, the uvula, Arist.HA493a2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόφινοι Eust.1625.14
.σταφυλή 11
, the uvula, Arist.HA493a2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταφυλοφόρος — carrying grapes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοφόρος — ον, ΜΑ μσν. φρ. «σταφυλοφόροι κοφινοι» κοφίνια γεμάτα σταφύλια (Ευστ.) αρχ. φρ. «σταφυλοφόρον μόριον» η σταφυλή, η κιονίδα (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + φόρος*] … Dictionary of Greek
σταφυλοφόρον — σταφυλοφόρος carrying grapes masc/fem acc sg σταφυλοφόρος carrying grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοφόροι — σταφυλοφόρος carrying grapes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
κοκκόλοβος — (Coccoloba). Γένος φυτών της οικογένειας των πολυγωνιδών, της τάξης των πολυγονωδών, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 150 είδη. Πρόκειται για δίοικα δέντρα, θάμνους ή αναρριχητικά φυτά της τροπικής και υποτροπικής Αμερικής, τα περισσότερα από τα… … Dictionary of Greek